Ο παγκόσμιος πρωταθλητής στίβου στα 60 μέτρα σπριντ (1997), Χάρης Παπαδιάς, μίλησε αποκλειστικά στο Sportsnewsgreece και τον Νίκο Κατσάτσο για την καριέρα του, αλλά και το άθλημα του Στίβου.
Ο Χάρης Παπαδιάς, γεννημένος στις 24/1/1975, είναι πρώην αθλητής και προπονητής στίβου από την Ελευσίνα, ο οποίος έγραψε την δική του ιστορία στο σπριντ της Ελλάδος. Πιο συγκεκριμένα, στις 7/3/1997 στο Palais de Bercy του Παρισιού, αγωνίστηκε στον τελικό των 60 μέτρων στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου, όπου προκρίθηκε με χρόνο 6.53 στον ημιτελικό. Άσχετα αν είχε αντιπάλους τους φιναλίστ των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα 1996 στα 100 μέτρα, Μάικλ Γκριν (Τζαμάικα) και Ντάβιντσον Ενζίβα (Νιγηρία), ο Χάρης δεν πήρε χαμπάρι τίποτα και έκανε το ακατόρθωτο.
Ο 22χρονος τότε αθλητής κατάφερε να περάσει πρώτος την γραμμή τερματισμού σε 6.50, πραγματοποιώντας νέο πανελλήνιο ρεκόρ. Έτσι όχι απλά κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο της διοργάνωσης, αλλά έγινε επίσης ο πρώτος λευκός σπρίντερ, που ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί του βάθρου (ανοιχτού/κλειστού στίβου) και ο πρώτος Έλληνας στην ιστορία που γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής στον στίβο. Οι επιτυχίες για τον Παπαδιά δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς βγήκε τρίτος στα 100 μέτρα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ανοιχτού της Βουδαπέστης, το οποίο διεξήχθη την επόμενη χρονιά. Το όνομα του ανήκει στην χρυσή γενιά των ελληνικών σπριντ, μαζί με τους Κώστα Κεντέρη, Άγγελο Παυλακάκη, Κατερίνα Θάνου και Κατερίνα Κόφφα.
Ο Νίκος Κατσάτσος του Sportsnewsgreece συνάντησε στην Βάρη τον παγκόσμιο πρωταθλητή, ιδρυτή και προπονητή του τοπικού Δρομέα, όπου δημιουργήθηκε το 2015. Ο Χάρης Παπαδιάς έδωσε αποκλειστική συνέντευξη στην σελίδα μας, όπου μίλησε για το άθλημα του στίβου, αλλά και για την πορεία του ως αθλητής.
Δείτε αναλυτικά την συνέντευξη:
Κάθε ιστορία έχει αρχή, μέση και τέλος. Πως προέκυψε η ενασχόληση του μικρού Χάρη με τον στίβο?
«Από καθαρή τύχη, όπως γίνονται όλα σε αυτή τη χώρα. Με είδε στο γυμνάσιο ο γυμναστής του σχολείου μου και με προέτρεψε να πάω σε έναν αθλητικό σύλλογο, να ξεκινήσω να κάνω προπόνηση και αυτό έκανα. Θα μπορούσα να μην το είχα κάνει, από καθαρή τύχη εξηγώ ξανά, και πήγα και γράφτηκα στον Πανελευσινιακό».
Θα μπορούσες να πεις ο στίβος τι προετοιμασία απαιτεί?
«Εξαρτάται πάντα σε τι επίπεδο αθλητή μιλάμε και από την προπονητική του ηλικία. Όταν μιλάμε για ένα παιδί που ξεκινά στην ηλικία 11-12 ετών, τρεις προπονήσεις την εβδομάδα είναι αρετές. Από εκεί και πέρα, όταν το παιδί θα αποφασίσει να προχωρήσει και να ασχοληθεί πιο επισταμένα με το άθλημα, μιλάμε για την ηλικία των 16-17, τότε θα πρέπει να κάνει προπόνηση κάθε μέρα. Όταν ξεπεράσουμε αυτό το ηλικιακό επίπεδο και φύγουμε από το εθνικό επίπεδο, και πούμε ότι το παιδί θα αποτελέσει μέρος της εθνικής ομάδας, και θα θέλει να συμμετάσχει σε διεθνής διοργανώσεις, από την ηλικία των 19 και μετά, εκεί μιλάμε ότι ο αθλητής θα πρέπει να κάνει διπλές προπονήσεις κάθε μέρα, πρωϊ και απόγευμα».
Στην Ελλάδα, ο στίβος είναι ερασιτεχνικό άθλημα. Από την εμπειρία σου σε διοργανώσεις του εξωτερικού, το άθλημα πως αντιμετωπίζεται εκεί?
«Σίγουρα στο εξωτερικό αντιμετωπίζεται με πολύ καλύτερη οργάνωση, πολύ τυγχάνει μεγαλύτερης προσοχής από τους ιθύνοντες και τους παράγοντες και έχει πιο πολλά bonus. Οι εγκαταστάσεις τους είναι καλύτερες σαφώς, το προσωπικό που ασχολείται με τους αθλητές και τους πρωταθλητές είναι πιο στελεχωμένο από το δικό μας και γενικώς θα έλεγα ότι οι αθλητές είναι σε καλύτερη μοίρα και έχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες από τους Έλληνες».
Λόγω του ερασιτεχνισμού που υπάρχει στη χώρα μας, τι έκανες για να επιβιώσεις?
«Έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Θυσίαζα τον ατομικό μου χρόνο, τις βόλτες με τους φίλους μου, την διασκέδασή μου, πολλές φορές χρόνο από τα μαθήματά μου για να μπορέσω να βρω χρόνο να κάνω προπόνηση. Είχε αποτέλεσμα στην δική μου περίπτωση. Δεν έχει σε πάρα πολλές περιπτώσεις πρωταθλητών η αθλητών και δεν τους οδηγεί πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα. Εδώ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο παράγοντας τύχη. Εγώ ήμουν ένας εκ των τυχερών, όπου τα πράγματα μου πήγαν λίγο πιο ευνοϊκά και με βοήθησαν να έχω το σωστό αποτέλεσμα την σωστή ώρα».
Τι σημαίνει το εθνόσημο για τον Χάρη Παπαδιά?
«Είναι το όνειρο κάθε αθλητή. Το να μπορέσει να φύγει από το εθνικό επίπεδο, δηλαδή να βγει πρωταθλητής της χώρας του και να μπορέσει να εκπροσωπήσει την χώρα του σε μια μεγάλη διοργάνωση».
Είναι όνειρο ή στόχος?
«Το όνειρο θα πω εγώ. Κάθε παιδάκι όταν ξεκινάει έχει ένα όνειρο, ειδικά στον στίβο όπως είμαστε. Αυτό που μας βοηθάει είναι και οι προπονητές μας να αναπτύξουμε σιγά σιγά, ότι ο στόχος σου είναι να γίνεις πρωταθλητής Ελλάδος και κατόπιν να αποτελέσεις ένα στέλεχος της εθνικής ομάδας».
Με την εθνική ομάδα, έκανες το ντεμπούτο σου το 1996 στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου στην Στοκχόλμη, όπου βγήκες τέταρτος. Ήταν αυτή η διοργάνωση ένας οδηγός για τις επόμενες?
«Σίγουρα ήταν οδηγός, γιατί ήταν η πρώτη διοργάνωση που πραγματικά έπεισα τον εαυτό μου ότι είμαι ισάξιος των ξένων αθλητών και ότι μπορώ να καταφέρω κάτι σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο και να διακριθώ».
Και αυτό αποδείχθηκε έναν χρόνο αργότερα. 7 Μαρτίου 1997, Παρίσι. Τελικός Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Κλειστού. Είσαι στα 60 μέτρα εναντίον πέντε Olympians της προηγούμενης χρονιάς και βγαίνεις νικητής με χρόνο 6.50 και όχι μόνο. Έγινες ο πρώτος Έλληνας αθλητής στίβου που κατακτά χρυσό μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (Ανοιχτού/Κλειστού). Θέλω να δώσεις την δική σου οπτική από αυτό.
«Αυτή ήταν μια μοναδική εμπειρία στην καριέρα μου. Βέβαια, είχε ακολουθήσει μια πολύ σοβαρή και σκληρή προετοιμασία, όλη τη χρονιά αυτή και την προηγούμενη, παρόλο που είχα έναν τραυματισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες που δεν μου επέτρεψε να έχω την θέση που θέλω το '96. Παρά ταύτα, βρήκα όλους αυτούς τους αθλητές της Ολυμπιακής χρονιάς του '96, τους περισσότερους στον τελικό. Ήμουν πάρα πολύ καλά προετοιμασμένος, είχαν κυλήσει να πάνε όλα καλά τη σωστή στιγμή. Η προπόνηση είχε πάει τέλεια, χωρίς τραυματισμούς και βρέθηκα να έχω κάνει ένα Πανελλήνιο Πρωτάθλημα με 6.51 την καλύτερη επίδοση τότε και να πάω με μία από τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο.
Το να είσαι μέσα στις τρεις πρώτες επιδόσεις του κόσμου, δίνει φτερά εννοείται σε έναν αθλητή εθνική ομάδας. Και όταν πας πια και δεις ότι είσαι ισάξιος με τους άλλους, κατέβεις στα προκριματικά και επιβεβαιώσεις την κατάστασή σου, τότε από εκεί και πέρα θεωρώ ότι τα πράγματα για έναν αθλητή είναι απλά παιχνίδι μυαλού και είναι στην ψυχολογία του κάθε αθλητή το τι μπορεί να κάνει σε έναν τελικό».
Εκείνο το χρυσό μετάλλιο πόσο άλλαξε τη ζωή σου?
«Την άλλαξε πάρα πολύ. Καταρχάς με έφερε στο τοπ των μεγάλων αθλητών του εξωτερικού. Την άλλαξε επαγγελματικά, καθώς η πολιτεία μου έδωσε μια θέση στο πολεμικό ναυτικό που σημαίνει μια επαγγελματική εξασφάλιση. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για ένα παιδί που κάνει πρωταθλητισμό, γιατί σου φεύγει ένα τεράστιο άγχος που έχουν όλα τα παιδιά σήμερα που μιλάμε, το τι θα κάνω όταν σταματήσω τον αθλητισμό. Άρα προσφέροντας σε έναν αθλητή την επαγγελματική αποκατάσταση, του δίνεις ένα επιπλέον βήμα να κάνει τον πρωταθλητισμό του χωρίς έννοιες και άγχος».
Την ίδια χρονιά, μετά το Παγκόσμιο Κλειστού Στίβου, υπήρχε και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου στην Αθήνα. Ανεξαρτήτου αποτελέσματος, πως είναι να αγωνίζεσαι σε ένα γεμάτο γήπεδο στη χώρα σου και μπροστά στη οικογένειά σου?
«Αυτό νομίζω είναι η πιο μοναδική εμπειρία που μπορεί να ζήσει ένας αθλητής. Έφτασα και μπήκα σε ένα στάδιο, το οποίο την ώρα που έτρεχα στα προκριματικά φωνάζαν όλοι το όνομά μου. Είναι φανταστική εμπειρία και όλο αυτό το συναίσθημα. Βέβαια, είχα μια στενοχώρια γιατί είχα έναν τραυματισμό, ο οποίος μου συνέβη 20 μέρες ακριβώς πριν τον αγώνα και δεν μπόρεσα να είμαι στην κατάσταση που ήθελα και για εμένα και για όλους τους Έλληνες».
Μπορεί να υπήρξε αυτή η ατυχία στο Παγκόσμιο Ανοιχτού, όμως την επόμενη χρονιά κατακτάς χάλκινο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης στα 100 μέτρα, βοήθησε την Ελλάδα να κατακτήσει την τέταρτη θέση στην σκυταλοδρομία 4x100, όπου το μετάλλιο ήταν πολύ κοντά και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Γιοχάνεσμπεργκ κάνεις στα 100μ. ατομικό ρεκόρ 10.15, ως μέλος της μεικτής Ευρώπης. Πως χαρακτηρίζεις το 1998?
«Η χρονιά του '98 ήταν και αυτή πολύ επιτυχημένη. Κύλισαν όλα πάρα πολύ ωραία στην προετοιμασία, είχαμε σχεδόν μηδενικούς τραυματισμούς, το αποτέλεσμα ήταν το χάλκινο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης. Βέβαια, θα συμπληρώσω ότι παρόλο ότι όλοι εκεί μου έλεγαν συγχαρητήρια, εγώ δεν ήμουν αρκετά ευχαριστημένος με την επίδοση. Περίμενα ότι θα ήμουν λίγο καλύτερα από αυτό που έκανα και πράγματι πήγα και το επιβεβαίωσα στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Από εκεί και πέρα, θα πω ότι αυτή η θέση στο Γιοχάνεσμπουργκ, μου επιβεβαίωσε ότι από εδώ και πέρα, με λίγη τύχη και με λίγη πιο σοβαρή και επισταμένη δουλειά, θα μπορούσαμε να πετύχουμε ακόμα πιο υψηλές επιδόσεις και πιο μεγάλες διακρίσεις».
Επειδή κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, στην καριέρα σου πέρα από τις διακρίσεις, είχε τον τραυματισμό που σου στέρησε την συμμετοχή σου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, ενώ δεν συμμετείχες ούτε στους Ολυμπιακούς του Σύδνεϊ. Σου έχει μείνει απωθημένο να αγωνιστείς σε Ολυμπιακούς Αγώνες?
«Ναι. Θεωρώ ότι επειδή οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι άτυπα η πιο κορυφαία διοργάνωση για έναν αθλητή στον στίβο, παρόλο ότι ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα ανοιχτού στίβου έχει την ίδια αξία με τους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ο βασιλιάς του στίβου. Η κορυφή όλων των διοργανώσεων. Άρα το ότι δεν ήμουν τυχερός λόγω τραυματισμών και δεν μπορούσα να συμμετέχω σε έναν τελικό Ολυμπιακών Αγώνων, είναι κάτι που μου έχει μείνει απωθημένο».
Το όνομά σου ανήκει στην χρυσή γενιά του ελληνικού σπριντ, μαζί με ονόματα όπως του Κωνσταντίνου Κεντέρη, του Άγγελου Παυλακάκη, της Κατερίνα Θάνου και της Κατερίνας Κόφφα. Ποιο ήταν το μυστικό των επιτυχιών της γενιάς σας και γιατί η Ελλάδα υστερεί τα τελευταία χρόνια?
«Θα σου πω από την πείρα μου τότε, με την εμπειρία μου μέχρι τώρα ως προπονητής. Αυτό που είχε η γενιά τότε και δεν έχουν οι γενιές τώρα, είναι η έλλειψη πειθαρχίας και η θέληση να ξεπερνάν το εαυτό τους με οποιοδήποτε κόστος. Οι τότε αθλητές δεν νοιάζονταν για το αν θα πονάνε την ημέρα που πήγαιναν στο στάδιο για να κάνουν την πρώτη πρωινή προπόνηση. Δεν τους ένοιαζε πόσο θα πονούσαν στο τέλος της ημέρας, τελειώνοντας την προπόνηση με το ήδη καταπονημένο σώμα τους. Ήταν αθλητές που είχαν σιδερένια θέληση και θα κάνανε τα πάντα για να πετύχουν τον στόχο τους, με οποιοδήποτε κόστος. Αυτό λείπει από την σημερινή γενιά και το λέω σαν προπονητής αυτό, που το βλέπουμε με τα παιδιά τα οποία μόλις καταπονούνται λίγο παραπάνω από ότι πρέπει, οπισθοχωρούν και εγκαταλείπουν την προσπάθεια».
Το 2015 ίδρυσες τον τοπικό σύλλογο Δρομέας Βάρης. Ποιος είναι ο στόχος σου μέσα από τον σύλλογο και την προπονητική?
«Ο στόχος είναι να βγάλουμε καινούρια γενιά αθλητών. Ψάχνουμε τα σχολεία, ψάχνουμε την περιοχή όπου δραστηριοποιούμαστε και προσπαθούμε να φέρουμε τα παιδιά στον κλασσικό αθλητισμό. Να γνωρίσουν τον κλασσικό αθλητισμό, να γυμναστούν πάνω από όλα, να αξιοποιήσει ο κάθε ένας ή η κάθε μία το 100% των δυνατοτήτων του/της και από εκεί και πέρα, αν είμαστε τυχεροί στα 500 παιδιά και βρούμε 10 παιδιά, ίσως λέω και πολλά, τα οποία αξίζουν και μπορούν να συνεχίσουν, είμαστε τυχεροί. Τώρα από αυτά τα 10 παιδιά που λέω, θα πρέπει να δούμε αν αυτά τα 10 παιδιά έχουν την απαραίτητη θέληση για να μπορέσουν να αυτό που θα περιμένουν στο μέλλον».
Για κάποιους, έχεις γίνει ένα πρότυπο, μια έμπνευση. Εσένα ποιος αθλητής σε ενέπνευσε?
«Η γενιά των αθλητών ακριβώς πριν από εμένα. Μιλάμε τώρα για τον Καρλ Λιούις, για τον Λίνφορντ Κρίστι, τον Ρέιμοντ Στιούαρτ, όλοι αυτοί οι αθλητές που ήταν οι φιναλίστ των Ολυμπιακών Αγώνων του '84 και του '88. Θυμάμαι σαν παιδί που παρακολουθούσα τον στίβο, τους έβλεπα και τους θαύμαζα και έλεγα μακάρι να μπορούσα να γίνω κάποια στιγμή έτσι».
Ως Χάρης Παπαδιάς, θα ήθελα να δώσεις μια συμβουλή σε ένα παιδί το οποίο θέλει να ασχοληθεί με τον στίβο.
«Εγώ θα προτρέψω όλα τα μικρά παιδιά να έρθουν να ασχοληθούν με τον στίβο και τον κλασσικό αθλητισμό. Είναι η βάση για όλα τα αθλήματα. Οτιδήποτε θέλουν να επιλέξουν, είτε θέλουν να βοηθηθούν για κάποιο άλλο άθλημα, είτε θέλουν να ασχοληθούν με τον πρωταθλητισμό, είτε θέλουν απλά να γυμναστούν, ο κλασσικός αθλητισμό θα τα βοηθήσει να αναπτύξουν δεξιότητες, ικανότητες, δύναμη, να βελτιώσουν όλα τα ενδογενή χαρακτηριστικά που έχουν και να μπορέσουν να γίνουν πιο δυνατοί ψυχικά».
Ευχαριστώ πολύ Χάρη!
0 Σχόλια