ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

6/recent/ticker-posts






























Χουάν Ρότσα: «Σπίτι μου ο Παναθηναϊκός, δεν έπρεπε να φύγω ποτέ»


Εάν βουτήξουμε στα «ενδότερα» της πλούσιας και άκρως ενδιαφέρουσας ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, θα συναντήσουμε ξένους παίκτες που «τίμησαν» τη χώρα μας και κατόρθωσαν να γράψουν με «χρυσά» γράμματα το όνομά τους στο «πάνθεον» των «ηρώων των Κυριακών μας».

Ένας εξ' αυτών είναι ο Χουάν Ραμόν Ρότσα. Ένας ποδοσφαιριστής από το Σάντο Τομέ της Αργεντινής, ο οποίος εξελίχθηκε σε θρύλο της ιστορίας του Παναθηναϊκού, που υπηρέτησε για πολλά χρόνια και σε πολλά πόστα.

 Οι συστάσεις είναι περιττές, όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που κατέκτησε 5 πρωταθλήματα, 2 κύπελλα και ένα σούπερ καπ σαν παίκτης και 2 πρωταθλήματα, 2 κύπελλα και 1 σούπερ καπ στο «τριφύλλι». Παράλληλα, είναι ο μοναδικός στην Ελλάδα που έφτασε στα ημιτελικά του Champions League (τέως κύπελλο πρωταθλητριών), είτε ως αθλητής είτε ως κόουτς.

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ο Ρότσα έγραψε «ιστορία» στον Παναθηναϊκό και μέχρι σήμερα, τα επιτεύγματά του έχουν μείνει αξέχαστα και «μεταλαμπαδεύονται» αβίαστα στις επόμενες γενιές.

Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα «ανοίγει» τα χαρτιά του στο Sportsnewsgreece και στον Χρήστο Καταφυότη, σε μία αποκλειστική συνέντευξη όπου μίλησε για όλους και για όλα. 

Από τα παιδικά του χρόνια, τη Νίουελς, την εθνική Αργεντινής και την «τραυματική» πρώτη θητεία στον Παναθηναϊκό, μέχρι την τελική καταξίωση με τους «πράσινους» και τη ζωή στην Ελλάδα, σε ένα από τα ωραιότερα «παιχνίδια» που του επιφύλαξε η μοίρα.

«Η παρέμβαση του... στρατού για τη μετεγγραφή του στη Νίουελς, η εθνική Αργεντινής και η άσχημη πρώτη θητεία στο ''τριφύλλι''»

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το ποδόσφαιρο; 

Ξεκίνησε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το 1963. Εγώ γεννήθηκα πρώτα απ' όλα σε ένα χωριό, βορειοανατολικά της Αργεντινής, επαρχία Κορριέντες. Το χωριό μου λέγεται Σάντο Τομέ. Είμαστε στις όχθες του ποταμού Ουρουγουάη, που βρίσκεται στα σύνορα με τη Βραζιλία. Εκεί έπαιζα στη γειτονιά, και μία μέρα μπήκα στην ομάδα το 1963 με κάποια παιδιά από τη γειτονιά. Πήγαμε και γραφτήκαμε σε ένα σωματείο, στο οποίο έπαιξα μέχρι που έφυγα για τη Νίουελς το 1971. Το σωματείο λέγεται Αβάντι Ερμαντάτ. Εκεί έπαιξα από το 1963 στις μικρές κατηγορίες, δηλαδή στην 5η. Μετά ανέβηκα και έφτασα 13 ετών να παίζω στην πρώτη ομάδα. 

Το περίεργο για μένα είναι ότι εγώ, 13 χρονών, ήμουν στο ίδιο ύψος που είμαι και τώρα (1,78). Τότε λέγανε πως θα πήγαινα για μπάσκετ όπως ήταν η ανάπτυξή μου...

Λόγω του ύψους.

Ναι. Τελικά σταμάτησε εκεί, έπαιξα στην Αβάντι μέχρι το 1971, όταν και πήγα και δοκιμάστηκα στη Νιούελς Όλντ Μπόις. Και μετά η ιστορία ξεκίνησε από εκεί.

Πώς προέκυψε η πρόταση από τη Νίουελς Ολντ Μπόις και σε πολύ μικρή ηλικία μάλιστα; 

Κοίτα, το 1970 ξεκίνησε ένα πρωτάθλημα μικτής ανδρών όμως, σε όλη την Αργεντινή. Ήταν άλλο το σύστημα τότε. Ήταν σε ζώνες και όποια «ΕΠΣ» ήταν στα μητρώα της ομοσπονδίας της Αργεντινής, είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει. Υπήρχαν όμως μερικές προϋποθέσεις, μιλάμε για το 70'. Αυτές ήταν: Γήπεδο με χόρτο, χωρητικότητα τουλάχιστον 5.000 κόσμου και φωτισμό. 

Αυτά τότε ήταν αυτονόητα για τα τότε χρονικά δεδομένα στην Αργεντινή;

Ναι, υπήρχαν. Για να συμμετάσχεις σε τουρνουά μικτών σε όλη την Αργεντινή, ήταν όλες αυτές οι προϋποθέσεις. Εμείς είχαμε το γήπεδο με χόρτο, αλλά ήταν σε κακή κατάσταση, είχαμε εξέδρες για 5.000 κόσμο αλλά δεν είχαμε φωτισμό. Και τότε, για να φτιαχτεί ένα γήπεδο με χόρτο σε καλή κατάσταση, χρειαζόταν χρόνο. Τότε, η «ΕΠΣ» του χωριού είχε ραντεβού με τον προπονητή της μικτής και μερικούς ποδοσφαιριστές που ήταν πιο μεγάλοι και τελικά, επειδή ήταν μία από τις καλύτερες φουρνιές που «έδωσε» το ποδόσφαιρο του χωριού, αποφάσισε να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα αυτό. Αλλά χωρίς να παίζουμε στην έδρα μας. Όλα τα παιχνίδια θα ήταν εκτός, στις πόλεις που θα πηγαίναμε να παίξουμε.

Τότε ξεκίνησε το πρώτο παιχνίδι, που ήταν με την Μόντε Κασέρος, 300 χιλιόμετρα νότια του χωριού μας. 200 χιλιόμετρα προς τα νότια δεν υπήρχε άσφαλτος, ήταν όλο χωματόδρομος. Ήταν δύσκολη η πρόσβαση διότι αν έβρεχε λίγο, δεν μπορούσαν να περάσουν ούτε... άλογα. Εμείς πηγαίναμε με το τρένο που πήγαινε από την Ασουνσιόν της Παραγουάης μέχρι το Μπουένος Άιρες, το οποίο περνούσε και από το χωριό μας και από το Μόντε Κασέρος. Τότε, αποφασίσανε να πάμε εκεί να παίξουμε τα δύο παιχνίδια. 

Πήγαμε εκεί, παίξαμε το πρώτο παιχνίδι σε βροχερή μέρα. Δεν υπήρχε κόσμος στο γήπεδο, παρά μόνο 2-3 άνθρωποι. Κερδίσαμε 1-2 και μετά το τέλος του παιχνιδιού, έρχεται ένας κύριος έξω από τα αποδυτήρια και ρώτησε «Ποιος είναι το νούμερο 5;». Το νούμερο 5 φορούσα εγώ. Και μου λέει «Πόσο χρονών είσαι;» και του απαντάω «15». Μου λέει «Δεν γίνεται. Πώς είσαι 15 χρονών και παίζεις με μικτή ανδρών κλπ.;». «Όχι» του λέω «είμαι 15 χρονών και ο αδερφός μου παίζει δεξί μπακ, ρωτήστε αυτόν ή τον κεντρικό αμυντικό που είναι καθηγητής μου στη φυσική αγωγή στο σχολείο». Τον ρωτήσανε και είπαν ότι είμαι 15 χρονών. Τότε λέει «Πότε παίζετε ξανά;». Του απαντάμε « Την άλλη εβδομάδα ερχόμαστε ξανά εδώ γιατί δεν έχουμε γήπεδο». 

Πήγαμε ξανά, σε άλλο γήπεδο για βραδινό παιχνίδι. Τελικά, έπαιξα ένα καλό παιχνίδι και ο κύριος ήρθε να με δει, που ήταν τελικά ένας αξιωματικός του στρατού και υποστήριζε τη Νίουελς Ολντ Μπόις. Τότε, αυτός μου λέει «Θέλω να δοκιμαστείς στη Νίουελς Όλντ Μπόις». Του απαντάω «Μπορώ, αλλά πρέπει να ζητήσεις άδεια από την οικογένεια». Τότε στην εποχή εκείνη, ξέρεις ήταν πολύ δύσκολο. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, δεν υπήρχε τίποτα και το να πάει ένα παιδάκι 15 χρονών σε μία πόλη 1.000 χιλιόμετρα μακριά δεν ήταν και τόσο εύκολο. 

Πήγε ο κύριος εκεί, κράτησε 2-3 μέρες την παρουσία του στο πατρικό μου. Και τελικά, η μητέρα μου ήταν αρνητική, διότι δεν μπορούσα να φύγω, ήμουν μικρό παιδί και πώς θα πήγαινα κλπ. και ο άνθρωπος δεν μπορούσε να βρει λύση. Έφυγε, αλλά τελικά έμαθε ότι ο διοικητής του στρατοπέδου στο Μόντε Κασέρος, που υπηρετούσε, ο κ. Ρατιέλ ήταν φίλος με τον πατέρα μου. Και τότε του λέει «Πήγαινε σε παρακαλώ. Υπάρχει ένας καλός ποδοσφαιριστής, θέλω να δοκιμαστεί στη Νίουελς Όλντ Μπόις». Τότε, κατέβηκε ο άνθρωπος που ήταν όντως φίλος με τον πατέρα μου. Γιατί, ο πατέρας μου υπηρετούσε ως αξιωματικός στην ακτοφυλακή. Και τελικά, ήρθε ο κύριος στο σπίτι και είπε στον πατέρα μου «Ήρθα εδώ γιατί είμαστε φίλοι», «Ναι είμαστε φίλοι» του απάντησε. «Αν το παιδί δεν φύγει για δοκιμαστικά στη Νίουελς Όλντ Μπόις, θα κόψουμε τη φιλία μας εδώ». Οι φιλίες ήταν πολύ...

«Ιερές»...

Ήταν «ιερές» οι φιλίες. Και η μητέρα μου είπε «Εντάξει, αλλά το παιδί πρέπει να τελειώσει το σχολείο». Και της λέει ο κύριος «Πρέπει πρώτα να πάει να δοκιμαστεί. Αν μείνει, εξασφαλίζουμε να πάει στο σχολείο, να το τελειώσει, να έχει κηδεμόνα κλπ.». Και έτσι έγινε η πρόσκληση για να πάω στη Νίουελς Όλντ Μπόις. Ξεκίνησα ένα βράδυ με το τρένο, για να πάω μέχρι το Μοντέ Κασέρος όπου με περίμενε ο κ. Κάρλος Γκάουνα (έτσι λεγόταν ο αξιωματικός). Και πήγα σαν παιδάκι, ξέρεις, να πάει στο «πουθενά». Δεν ήξερε που θα πήγαινε.

Ήταν δύσκολες οι εποχές, αλλά εγώ είχα τρέλα με το ποδόσφαιρο. Οι γονείς μου κατάλαβαν ότι έπρεπε να κάνω αυτό το ταξίδι. Υπήρχε άγχος, γιατί να φανταστείτε στο χωριό δεν είχαμε ούτε τηλεόραση. Και έτσι πήγα. Ο αξιωματικός με περίμενε στις 4 το πρωί στον σταθμό του τρένου, Πήγα στο σπίτι του, έμεινα για 2 ημέρες και μετά φύγαμε με άλλα 2 παιδιά για το Ροσάριο. Πήγαμε εκεί το βράδυ και την άλλη μέρα είχαμε τη δοκιμή. Ήταν πολύ δύσκολη, λόγω του ότι βρισκόταν 3.000 παιδιά που δοκιμάζονταν σε πολλά μικρά γήπεδα που είχαν φτιάξει. Κάθε γηπεδάκι είχε από έναν προπονητή...

Σαν 5Χ5 ήταν τα γήπεδα;

6Χ6 αλλά σε χόρτο τα είχαν κάνει. Μετά από 10 λεπτά που έκανα τη δοκιμή, με φωνάζουν και με ρωτάνε «Πώς σε λένε; Από πού είσαι; Πού μένεις;». Και τελικά έμεινα εκεί στη Νίουελς Ολντ Μπόις, μετά πήγαν στο χωριό για να διαπραγματευτούν με την ομάδα. Ήμουν δανεικός με οψιόν αγοράς για έναν χρόνο. Αυτό ήταν το ξεκίνημα στη Νίουελς Όλντ Μπόις, τον Ιανουάριο του 1971.

Τι εμπειρίες αποκομίσατε από αυτό το πέρασμα; 

Εντάξει, όταν ξεκίνησα στη Νίουελς Όλντ Μπόις, την πρώτη χρονιά που έπαιξα, αγωνιζόμουν στην 5η κατηγορία, στην 4η κατηγορία, και μετά έπαιζα, για 4 μήνες, στην πρώτη ομάδα που έπεσε στο τοπικό πρωτάθλημα, με παιδιά μέχρι 18 ετών που δεν είχε το δικαίωμα να ανέβει. Ήταν μόνο η παρουσία της. Η Ροζάριο Σεντράλ και εμείς είχαμε μία ομάδα με 18 χρονών παιδάκια και παίζαμε στο τοπικό, που είχε 20 ομάδες από τη περιφέρεια του Ροζάριο. Εντάξει, ήταν ένα «σχολείο». Ταυτόχρονα, εγώ πήγαινα προπόνηση και από τις 7 μέχρι τις 12 το βράδυ πήγαινα σχολείο. Εκεί τελείωσα το βραδινό λύκειο, το 1971. 

Γύρισα στο χωριό τέλη Γενάρη του 1972 για τις γιορτές, και δεν ήξερα ότι η Νίουελς έκανε οψιόν αγοράς, γιατί δεν ήξερα καν πώς έπαιζα ποδόσφαιρο. Και τελικά, η Νίουελς αποφάσισε να πληρώσει το 1.5 εκατομμύρια πέσος, που ήταν το ποσό της μετεγγραφής. Να φανταστείς ότι εγώ έπαιρνα, για τα οδοιπορικά, 4.000 πέσος τον μήνα και η μετεγγραφή κόστισε 1.5 εκατομμύρια πέσος, πολύ μεγάλο ποσό για ένα παιδί 16 ετών. Έτσι έγινε η μετεγγραφή και γύρισα στη Νίουελς σαν ποδοσφαιριστής της. Η Αβάντι, μετά τα λεφτά που πήρε από την ομάδα, αγόρασε ένα οικόπεδο με σπίτια κλπ., που είναι τα γραφεία της μέχρι και σήμερα. Υπάρχει επίσης ένα κλειστό γήπεδο, που παίζουν μπάσκετ και όλα τα αθλήματα.

Από το ποσό που δόθηκε, το 20% (300.000 πέσος), βάσει του «ΠΣΑΠΠ» της Αργεντινής το πήρα εγώ. Και πήγε ο πατέρας μου, δώρισε αυτά τα λεφτά στην ομάδα για να αγοράσει αυτό το σπίτι με τα οικόπεδα που ήθελε, το οποίο είναι ακόμα τα γραφεία της ομάδας. Μετά η άνοδός μου ήταν πάρα πολύ γρήγορη.

Μετά ακολούθησε η Μπόκα Τζούνιορς, η οποία είναι ιστορική ομάδα στην Αργεντινή.

Όχι εντάξει, αυτό είναι μετά. Εγώ το 72' άρχισα να παίζω στη δεύτερη ομάδα της Νίουελς, το 73' έκανα το ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα και στις 19-20 Απριλίου το 1973 έκανα ντεμπούτο με την εθνική Αργεντινής στο Μπουένος Άιρες, εναντίον της Παλμέιρας. Δηλαδή ήταν πολύ γρήγορα όλα αυτά. Κερδίσαμε το πρωτάθλημα με τη Νίουελς Όλντ Μπόις το 1974, ήρθε το 75' που βρισκόμουν για 6 μήνες στον Παναθηναϊκό. Δεν έγινε η μετεγγραφή και γύρισα πίσω.

Για ποιους λόγους δεν έγινε η μετεγγραφή σας στην πρώτη σας θητεία στον Παναθηναϊκό;

Γιατί δεν πλήρωσε το ποσό για τη μετεγγραφή μου, και να φανταστείς, τα εισιτήρια για να γυρίσω πίσω, τα πλήρωσε η Νιούελς Όλντ Μπόις. Ήταν πολύ άσχημη εμπειρία το εξάμηνο στον Παναθηναϊκό, αλλά τέλος πάντων, η μοίρα μου ήταν εδώ. Γυρνάω στην Αργεντινή, ξαναπαίζω στη Νίουελς, με καλούν στην εθνική και ήμουν πολύ κοντά στο να αγωνιστώ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 αλλά ήμουν εκτός. Απογοητεύτηκα πάρα πολύ, είχα τραυματισμούς και η ομάδα μου με «χάρισε» σχεδόν σε μία ομάδα από την Κολομβία, την Τζούνιορ Μπαρανκίλα. Εκεί γεννήθηκε και η μικρή. Γυρίσαμε για διακοπές τον Δεκέμβριο του 78' στην Αργεντινή και τον Ιανουάριο του 79' έγινε η μετεγγραφή στη Μπόκα Τζούνιορς. Έμεινα για 11 μήνες, γιατί τον Δεκέμβριο έγινε η μετεγγραφή στον Παναθηναϊκό. Έτσι ήταν η πορεία.

Επίσης, όπως προαναφέρατε, είχατε αγωνιστεί με τη φανέλα της εθνικής Αργεντινής. Θυμάστε καμία περίεργη ιστορία από τότε; 

Έχω 28 συμμετοχές με την εθνική Αργεντινής, καμία όμως δεν είναι σε επίσημη διοργάνωση. Εγώ είχα συμμετάσχει στην «εθνική φάντασμα» στην Αργεντινή, που ήταν μία ιστορική ομάδα. Πήγαμε, 45 ημέρες πριν από ένα παιχνίδι με τη Βολιβία, σε υψόμετρο 3.600 μέτρων στο Λα Παζ. Εγώ δεν έπαιξα σε αυτό το παιχνίδι, αλλά ήμουν στην αποστολή και έπαιξα 13 παιχνίδια με αυτή την ομάδα. Σύνολο, με την εθνική Αργεντινής έπαιξα 27 παιχνίδια, κανένα επίσημο όμως.

«Ο Νταϊφάς ζήτησε την αθώωσή μου - Ο Σαραβάκος είχε τα πάντα»

Και έπειτα, ακολουθεί το μεγάλο κεφάλαιο με τίτλο «Παναθηναϊκός». Πώς προέκυψε η δεύτερη μετακόμισή σας στην Ελλάδα; 

Όταν η οικογένεια Βαρδινογιάννη αγόρασε τον Παναθηναϊκό, έστειλε τον κύριο Ντε Φαρίας από εκεί που με είχε φέρει, επειδή αυτός με είδε την πρώτη φορά που ήρθα στον Παναθηναϊκό αλλά δεν έγινε η μετεγγραφή. Έστειλε, μαζί με τον κ. Ντε Φαρίας, έναν υπεύθυνο από τη Motor Oil για να γίνει η μετεγγραφή. Και ήρθα τον Δεκέμβριο του 1979 στον Παναθηναϊκό. Μέχρι τώρα, είμαστε στην Ελλάδα 45 χρόνια. 

Πώς ήταν οι πρώτες σας ημέρες στην ομάδα του Παναθηναϊκού; 

Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, γιατί κατευθείαν από το αεροδρόμιο με πήγαν στο ξενοδοχείο στο Μάτι, όπου βρισκόταν οι παίκτες της ομάδας, την Παρασκευή και την Κυριακή έπαιξα το πρώτο παιχνίδι με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη. Δεν είχα χρόνο να κάνω τίποτα.

Παρεμπιπτόντως, στο ξεκίνημα της θητείας σας, είχε ξεσπάσει μεγάλο σκάνδαλο με τον Ολυμπιακό, σχετικά με την ελληνοποίησή σας από τον Παναθηναϊκό με το όνομα «Μπουμπλής».  

Αυτό έγινε μετά, αλλά η ιστορία με το «Μπουμπλής» ξεκίνησε το 1975. Τότε έγιναν τα χαρτιά και είχα πάρει διαβατήριο και ελληνική ταυτότητα, όταν ήμουν στην πρώτη θητεία στον Παναθηναϊκό. Δεν ήταν οι Βαρδινογιάννηδες που τα έκαναν αυτά, ήταν ο Παναθηναϊκός τότε. Μου δώσανε διαβατήριο και ελληνική ταυτότητα. Αυτό ήταν. Και μετά, αυτό ξέσπασε το 81-82' με τον Ολυμπιακό. Φτάσαμε σε δικαστήρια και σε σημείο να μου απαγορέψουν την είσοδο από τη χώρα. Έπρεπε να πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα κάθε 15 του μηνός, μέχρι που αθωώθηκα στο τέλος, γιατί όντως δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά. Το μόνο που είχα ήταν ότι έπαιξα με το όνομα «Μπουμπλής». Αυτό είχε γίνει το 1975 με τον δήμο Αιγάλεω. Βέβαια, δεν έπαιξα για εννιά μήνες. Αθωώθηκα το καλοκαίρι του 1982 και το πρώτο που έκανα ήταν να πάω να δω το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας και περάσαμε από την Ηγουμενίτσα, όπου ζω εδώ και 6 χρόνια.

Ήταν μία πολύ μεγάλη ψυχολογική ταλαιπωρία που είχα, αλλά μου βγήκε σε καλό γιατί μείναμε στην Ελλάδα και είμαστε τόσα χρόνια εδώ.

Άρα σας επηρέασε εσάς, και ψυχολογικά και ποδοσφαιρικά; 

Όχι, ποδοσφαιρικά δεν με επηρέασε καθόλου, γιατί δεν έπαιξα μόνο 9 μήνες. Εγώ μπορούσα να έχω 300 παιχνίδια στον Παναθηναϊκό και τελικά είχα 230. Ήταν μόνο αυτό, που δεν έπαιξα 9 μήνες, Μόλις γύρισα, έπαιξα σαν ξένος, σαν Ρότσα και έπαιξα έτσι μέχρι το 1986-1987, που μου έδωσε την υπηκοότητα ο Νομάρχης της Ανατολικής Αττικής, ο κ. Παπαδόπουλος λόγω καλής συμπεριφοράς. Όταν έγινε το δικαστήριο να ξέρεις ότι υπήρχαν 128 ποδοσφαιριστές σαν και εμένα και ήμουν ο τελευταίος που έπαιζα σαν Έλληνας, χωρίς να είμαι Έλληνας και επίσης υπήρχαν πάρα πολλοί από τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΣ Γιάννινα, τον ΠΑΟΚ, Τελικά στο εφετείο παρουσιάστηκε ο Σταύρος Νταϊφάς, που ήταν του Ολυμπιακού, και ζήτησε την αθώωσή μου. Γι' αυτό λέω ότι έπαιξα μετά και πήγα φαντάρος. Ήμουν ο μοναδικός παίκτης απ' όλους αυτούς που πήγα φαντάρος. Πήγα στο Ρέθυμνο, Καρλόβασι και μετά στην Αθήνα έκανα τη θητεία μου. Έκανα και στην Αργεντινή και στην Ελλάδα, δηλαδή δύο φορές. 

Πάμε τώρα στη σεζόν 1984/1985, όπου ο Παναθηναϊκός πραγματοποίησε μία σπουδαία πορεία μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Πώς ζήσατε όλη αυτή την πορεία; 

Εντάξει, τότε άλλαξε τελείως το σκεπτικό του Παναθηναϊκού, διότι είχε φέρει έναν πραγματικά σοβαρό προπονητή. Παρότι, για μένα, ο Παναθηναϊκός το 1979-1980 έκανε μεγάλο λάθος που δεν κράτησε τον Μπρούνο Πεζαόλα, τον Αργεντινό, και έφερε τον Ρόνι Άλεν, ο οποίος ήταν ο χειρότερος προπονητής που πέρασε από τον Παναθηναϊκό. Μετά ήρθε ο Γιάτσεχ Γκμοχ, τ' άλλαξε όλα, έφερε διαφορετικές μεθόδους προπόνησης. Ήταν σκληρές τότε. Και φτάσαμε στο σημείο να κερδίσουμε το πρωτάθλημα και το κύπελλο άνετα και μετά να παίξουμε στο Πρωταθλητριών, που ήταν νοκ-άουτ τα παιχνίδια. Στο πρώτο παιχνίδι παίξαμε με τη Φέγενοορντ, που ήταν πρωταθλήτρια Ολλανδίας. Την αφήσαμε έξω και μετά όλη η ιστορία είναι γνωστή, που φτάσαμε μέχρι τα ημιτελικά κόντρα στη Λίβερπουλ, η οποία ήταν η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Δεν είχαμε ευκαιρία να τους περάσουμε, ήταν πολύ δύσκολο.

Ένας ποδοσφαιριστής ο οποίος τότε έκανε πάταγο ήταν ο Δημήτρης Σαραβάκος. Πώς ήταν σαν παίκτης και σαν χαρακτήρας; 

Ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έχω δει στη ζωή μου, σαν συμπαίκτης μου, ήταν ο Δημήτρης Σαραβάκος. Τα είχε όλα. Ήταν γκολτζής, ντριπλέρ, είχε καλά χτυπήματα φάουλ. Είχε τα πάντα. Αν ήταν στη σημερινή εποχή, νομίζω ότι θα έπαιζε στη Μπαρτσελόνα ή Ρεάλ Μαδρίτης ή Μάντσεστερ Σίτι.

Σαν χαρακτήρας ήταν τέλειος. Δεν μιλούσε μόνο. Εγώ άκουσα τη φωνή του μετά από 20 χρόνια. Δεν έλεγε τίποτα, αλλά «μιλούσε» με τις πράξεις του μέσα στο γήπεδο. Δεν κάναμε ποτέ παρέα, αλλά είχαμε σοβαρή συνεργασία μέσα στο γήπεδο. Ήταν ένα «κόσμημα» για το ελληνικό ποδόσφαιρο και το ξέρουν όλοι. Δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά τολμώ να πω ότι είναι από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχω δει στη ζωή μου! 

Το ίδιο θα σας ρωτήσω και για τον Βέλιμιρ Ζάετς. 

Και με τον Βέλιμιρ δεν είχα φιλία εκτός γηπέδου, αλλά ό,τι έγινε ήταν μέσα στο γήπεδο. Ήρθε το 1984-85 και παίξαμε μέχρι το 89' που σταμάτησα. Είχαμε μία φοβερή συνεργασία μέσα στο γήπεδο, αλληλοσεβασμό αλλά φιλία εκτός δεν είχαμε ποτέ, γιατί ζούσαμε σε διαφορετικό περιβάλλον. Το δικό μου ήταν πιο απλό, ενώ του Βέλιμιρ ήταν πιο περίπλοκο, με την έννοια ότι ήταν σε άλλη κοινωνία. Αλλά μέσα στο γήπεδο ήταν άλλη «ιστορία». Ήταν το «δίδυμο» που έμεινε στην ιστορία. 

Με ποιους κάνατε παρέα στον Παναθηναϊκό;

Με τον Γρηγόρη Παπαβασιλείου, που είναι τώρα στον Παναθηναϊκό ως team manager, είμαι κουμπάρος καθώς βάπτισα την κόρη του. Επίσης, έκανα παρέα με τον Γρηγόρη Χαραλαμπίδη, τον Χρήστο Υφαντίδη, τον Νίκο Καραβίδα, τον Κάβουρα, τον Θανάση Δημόπουλο. Με όλα αυτά τα παιδιά κάναμε παρέα. Εντάξει, είναι παιδιά που είχαμε το ίδιο σκεπτικό αλλά με αυτόν που έχω τις περισσότερες επαφές είναι ο Γρηγόρης Παπαβασιλείου, που είναι και κουμπάρος μου. Τολμώ να πω ότι, όπως είπα και για τον Σαραβάκο, για μένα είναι ο καλύτερος στον τομέα του, που πέρασε από τον Παναθηναϊκό. Ελπίζω να μείνει μέχρι να γεράσει εκεί, γιατί είναι χρήσιμος για τον Παναθηναϊκό.

Ποια ήταν η σχέση σας με την οικογένεια Βαρδινογιάννη; Θυμάστε καμία περίεργη ιστορία μαζί τους; 

Περίεργη ιστορία δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο μία ιστορία, πρώτα - πρώτα, που με φέρανε στην Ελλάδα για δεύτερη φορά. Γύρισα σε ένα περιβάλλον που... καλυτέρεψε καθημερινώς, γιατί έζησα την αλλαγή στον Παναθηναϊκό από την αρχή, στα τέλη του 79' μέχρι που σταμάτησα σαν ποδοσφαιριστής και μετά συνέχισα σε διάφορες θέσεις στην ομάδα σαν προπονητής, σκάουτερ κλπ. Είδα πως μεγάλωσε στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ήταν η πρώτη ομάδα που είχε λεωφορείο, η πρώτη ομάδα που είχε χορηγό στη φανέλα, η πρώτη ομάδα που είχε ένα τρομερό αθλητικό κέντρο.

Η σχέση με την οικογένεια Βαρδινογιάννη ήταν τέλεια. Δηλαδή ήταν ο κ. Βαρδής, ο κ. Θοδωρής και ο κ. Γιώργος. Με τον Γιάννη δεν είχα ποτέ σχέσεις, παρότι τον γνώρισα από τον πατέρα του τότε, που ήταν ακόμα φαντάρος, αλλά δεν έκανα παρέα, δεν είχα σχέσεις με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη. Πολύ λίγες σχέσεις αλλά κράτησε πολύ λίγο.

Ποια ντέρμπι αιωνίων θυμάστε περισσότερο;

Υπήρχαν πολλά παιχνίδια που έμειναν στην ιστορία, όπως το 3-3 επί Κοσκωτά, με την αποβολή του Μπατσινίλα που παίξαμε με 10 παίκτες για το κύπελλο (1987-1988), όπου φτάσαμε στα πέναλτι και κερδίσαμε. Αυτό έμεινε στην ιστορία λόγω του θορύβου που προκαλούσε ο Κοσκωτάς, που έπαιρνε τα πάντα, αλλά τελικά δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε, δηλαδή το κύπελλο. Και εμείς με 10 παίκτες, φτάσαμε σε σημείο να πάμε στα πέναλτι και να κερδίσουμε το κύπελλο.

«Προσπαθήσαν τότε να πουν ότι η επιτυχία της ομάδας ήταν του Όσιμ - Με πείραξε που έφυγα από τον Παναθηναϊκό»

Εν τω μεταξύ, και πάλι βρεθήκατε με τον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά του Champions League το 1996, αλλά αυτή τη φορά από το πόστο του προπονητή. Τι θυμάστε από αυτή τη σεζόν;

Το πρώτο που θυμάμαι είναι ότι βρισκόμουν στο Rocha Club, την ιδιωτική ακαδημία που είχα. Ένα βράδυ, παίρνει τηλέφωνο ο πρόεδρος στη γραμματέα της ακαδημίας και είχαμε ραντεβού στο σπίτι του προέδρου. Τότε είχε αποφασίσει να φύγει ο κ. Όσιμ, που ήταν προπονητής. Διαφωνούσε με διάφορους που ήταν εκεί και είπα στον πρόεδρο ότι «αν θέλεις να βοηθήσω, θα βοηθήσω, δεν έχω πρόβλημα». Τελικά, αποφάσισαν να απομακρυνθεί ο κ. Όσιμ γιατί η ομάδα δεν πήγαινε καλά, ο προπονητής δεν είχε καλές σχέσεις με τους ποδοσφαιριστές και πολλά άλλα που δεν μπορώ να τα αναφέρω, που τα έβλεπα καθημερινά επειδή ήμουν προπονητής στην Κ-12 του Παναθηναϊκού.

Ανέλαβα την ομάδα για τρεις μήνες. Τελικά, αυτοί οι τρεις μήνες συνοδεύτηκαν με ένα κύπελλο, που κερδίσαμε την ΑΕΚ με 3-3 σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που έχω δει στη ζωή μου. Η οικογένεια Βαρδινογιάννη ζήτησε να συνεχίσω σαν προπονητής και έμεινα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά με τον κ. Όσιμ, που τους ξέρω προσωπικά και δεν θα αναφερθώ σε ονόματα. Συγκεκριμένα, ήταν τέσσερις δημοσιογράφοι που ήταν κάθε μέρα μαζί του και τους «πείραζε» πολύ, λέγοντας ότι έφυγε αυτός (Όσιμ) και ήρθα εγώ. Και προσπαθήσαν τότε να πουν ότι η επιτυχία της ομάδας ήταν του Όσιμ, δεν ήταν του Ρότσα κλπ. Μεγαλύτερη βλακεία από αυτό δεν υπάρχει. Εδώ τραυματίζεται ένα παιδί και σε δύο μήνες δεν ξέρει πώς θα γυρίσει πίσω, και εμείς πήραμε σε 2,5 χρόνια, 2 πρωταθλήματα, κύπελλα, σούπερ καπ και κάναμε μία πορεία μέχρι τα ημιτελικά του UEFA Champions League.

Δεν γίνεται μόνο με ψυχολογία, που λένε ότι την άλλαξα εγώ, είχαμε επίσης και τρομερό team. Με τον Γιώργο Βαμβακά, κάναμε πρωτοτυπία να φέρουμε έναν γυμναστή στίβου στο ποδόσφαιρο και κάναμε όλη αυτή την πορεία, που για μένα ήταν η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών του Παναθηναϊκού.

Πώς νιώσατε μόλις έβαλε το γκολ ο Βαζέχα στο Άμστερνταμ, για τον πρώτο ημιτελικό κόντρα στον Άγιαξ του Φαν Χααλ;

Ήταν κάτι συνηθισμένο για εμάς. Ήταν μεγάλη επιτυχία, αλλά είχαμε συνηθίσει εκείνη τη χρονιά να κάνουμε μεγάλες υπερβάσεις. Αλλά ήξερα ότι ήταν δύο παιχνίδια, δεν ήταν μόνο ένα. Και όταν μία ομάδα έχει παίκτες από τον Φαν Ντερ Σαρ, μέχρι τον Κανού και τον Κλάιφερτ μπροστά, ξέρεις πως το δεύτερο παιχνίδι θα ήταν δύσκολο. Όπως και έγινε, που εμείς με δύο απουσίες, δεν μπορούσαμε να τους κοντράρουμε. Είχαμε την απουσία του Ουζουνίδη και του Γ.Σ. Γεωργιάδη, που ήταν κλειδί για εμάς επειδή κάλυπτε τα «νώτα» του Γιώργου Δώνη. Πήγε ο Μάρκος σαν λίμπερο και ο Αποστολάκης γύρισε δεξί μπακ, που δεν ήταν πια επειδή τότε έπαιζε στο κέντρο. Και τελικά δεν μπορούσαμε να τους κοντράρουμε και νομίζω ότι ο Άγιαξ πήγε δίκαια στον τελικό. Ήταν μία πολύ μεγάλη εμπειρία.

Μετά από αρκετά χρόνια, επιστρέψατε στην ομάδα, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία των μικρών κλιμακίων του Παναθηναϊκού, ενώ είχατε βρεθεί και στην 1η ομάδα για μικρό χρονικό διάστημα. Τότε ήταν η περίοδος της περιβόητης πολυμετοχικότητας. 

Εγώ γύρισα πρώτα σαν σκάουτερ, δηλαδή πήγαινα στην Αργεντινή για να δω ποδοσφαιριστές. Μετά μου ζήτησαν να αναλάβω την Κ-20 του Παναθηναϊκού, που υπήρχε μία απόπειρα να ονομαστεί αυτή η ομάδα «Golden team» με πολλά παιδιά από το εξωτερικό. Δεν πέτυχε. Συνέχισα στην Κ-19 με πολλούς Έλληνες ποδοσφαιριστές. Στη συνέχεια, έφυγε ο κ. Πατέρας και ο Αντωνίου. Υπήρξε μία δύσκολη περίοδος, σε κάποιο σημείο η ομάδα έμεινε «ακέφαλη» και ήρθε ο Δημήτριος Γόντικας σαν υπηρεσιακός. Κάποια στιγμή μου ανακοίνωσαν στάση πληρωμών. Μείναμε απλήρωτοι, για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τα παιδιά που είχαμε στην Παιανία. Μέχρι που ήρθε στην ομάδα ο κ. Αλαφούζος.

Εγώ ήμουν στην Κ-19, κερδίσαμε το πρωτάθλημα τότε μετά από πολλά χρόνια. Και έχω την ευτυχία να πω ότι από την ομάδα αυτή, μετά από 12-13 χρόνια, υπάρχουν παιδιά που παίζουν ακόμα στην πρώτη κατηγορία. Ο Καπίνο, ο Αναγνωστόπουλος που είναι στον Ολυμπιακό, ο Μαρινάκης στον ΟΦΗ, ο Τριανταφυλλόπουλος και ο Χουχούμης στον Αστέρα Τρίπολης, είναι επίσης ο Χρήστος Δώνης που παίζει στην Πολωνία, ο Μαυρίας στον Παναιτωλικό. Υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν ακόμα στην Α' κατηγορία, μετά από 12 χρόνια φαντάσου.

Μετά ανέλαβα, σε κάποια στιγμή, την πρώτη ομάδα του Παναθηναϊκού. Μου ζήτησε ο Γιάννης Αλαφούζος να το κάνω. Υπήρχαν κάποιες διαφωνίες και σταματήσαμε. Δεν κατέβηκα στη Β' ομάδα γιατί ο Γιάννης Σαμαράς, που ήταν υπεύθυνος ακαδημιών, ήθελε να συνεχίσει ο Βαγγέλης Σάμιος. Εγώ έμεινα σαν σκάουτερ. Πήγαινα πολλά ταξίδια, δεν ακούστηκε ποτέ η γνώμη μου και τελικά, σε κάποια στιγμή, ο Νίκος Λυμπερόπουλος που ήταν ο διευθυντής της ομάδας, μου ζήτησε την παραίτησή μου. Δεν κατάλαβα ποτέ, γιατί δεν μου είπε ποιος ζήτησε την παραίτησή μου. Και το κακό είναι πως ο Νίκος Λυμπερόπουλος, που εγώ εισηγήθηκα την απόκτησή του από την Καλαμάτα το 1995 και ο Παναθηναϊκός πλήρωσε 600 εκατομμύρια δραχμές τότε για να τον φέρει, ζήτησε την παραίτησή μου. Το παράδοξο είναι ότι ο Μαυροκουκουλάκης ήταν τότε πρόεδρος, και αυτός υπέγραψε την απόλυσή μου από τον Παναθηναϊκό.

Με πείραξε πάρα πολύ γιατί πιστεύω ότι δεν έπρεπε να είχα φύγει από τον Παναθηναϊκό, γιατί υπηρέτησα απ' όλες τις πλευρές και νομίζω ότι ήμουν και είμαι χρήσιμος για την ομάδα. Εγώ είμαι καθαρός και βλέπω τη γνώμη μου. Αν η γνώμη μου επηρεάζει κάτι, νομίζω ότι επηρεάζει λόγω ότι έχω ένα καθαρά ποδοσφαιρικό σκεπτικό. 

Θεωρείτε πώς έχει χάσει το πρεστίζ που είχε στα δικά σας χρόνια ο Παναθηναϊκός;

Σε κάποια στιγμή ναι!

Για ποιους λόγους;

Γιατί κάνουνε πολλές απόπειρες κλπ. Μετά από τη μεγάλη πορεία το 1996 ήρθε ο Ζάετς με τον Καρούλια και ανέλαβαν την ομάδα. Η ομάδα πήγε πολύ χάλια και δεν βγήκε ούτε στο UEFA, μετά από εμένα. Και έπειτα, όταν έφυγα εγώ στην εποχή του κ. Αλαφόυζου, δυστυχώς έφεραν έναν από τους χειρότερους προπονητές που έχουν περάσει από την Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό, τον Ισπανό Φάμπρι. Δεν λυπήθηκα τόσο που έφυγα εγώ, αλλά επειδή εκείνος ήταν σαν τον Ρόνι Άλεν, επί Γιώργου Βαρδινογιάννη. Τέλος πάντων, μείναμε πολύ πίσω και η ομάδα έχει καιρό να πάρει πρωτάθλημα. Και τώρα, σιγά - σιγά, μπορεί να φτάσει να διεκδικεί εξόδους σε Champions League και τα λοιπά. Ελπίζω να υπάρχει μία σταθερότητα και να κερδίσει αυτή την «αύρα» που έχει ο Παναθηναϊκός στην Ευρώπη και στην Ελλάδα να είναι πολύ δυνατός.

Πώς κρίνετε τη φετινή σεζόν του Παναθηναϊκού;

Ασταθής, γιατί ξεκίνησε με αλλαγή προπονητή και με πολλούς ποδοσφαιριστές, με ένα δυνατό ρόστερ σε κέντρο και επίθεση και με ένα αδύναμο σύνολο στο πίσω μέρος, αλλά και με τεράστια διαφορά ανάμεσα στα παιχνίδια του ΟΑΚΑ και στα εκτός έδρας. Η ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό πρέπει να είναι σταθερή, μέσα-έξω, και να μην υπάρχει διαφορά στην απόδοση. Έτσι κερδίζεται το πρωτάθλημα και έτσι νομίζω πως ο Ολυμπιακός κέρδισε δίκαια, επειδή ήταν πιο σταθερή ομάδα. Διάβασα σήμερα, ότι όταν έφυγε ο Αλόνσο και ήρθε ο Βιτόρια, η ομάδα βρισκόταν 2 βαθμούς πίσω από τον Ολυμπιακό. Τελικά, τερμάτισε με 16 βαθμούς διαφορά από τον Ολυμπιακό. Αυτά είναι στατιστικά νούμερα. «Χρύσωσε» λίγο το χάπι με τη δεύτερη θέση που πήρε. 

Αλλά εντάξει, έχω την εντύπωση ότι στον Παναθηναϊκό πρέπει να είναι πολύ λιγότερα άτομα, γιατί οι πολλές «φωνές» βλάπτουν την ομάδα. Βλέπω στον πάγκο του Παναθηναϊκού, και σε όλες τις ελληνικές ομάδες, υπάρχουν γύρω στα 40 άτομα που βρίσκονται εκεί. Και για αυτό, καμία φορά, όταν γίνεται κάτι μέσα στο γήπεδο μπαίνουν όλοι και γίνεται σύρραξη χωρίς λόγο. Νομίζω ότι πρέπει να εφαρμοστεί το πρότυπο της Αγγλίας, που είναι λίγοι και κανένας δεν ανακατεύεται αλλά ζούμε στην Ελλάδα και πρέπει να τα αντέξουμε όλα αυτά και να τα παραδεχόμαστε. Πρέπει η ιεραρχία να είναι: Πρόεδρος, τεχνικός διευθυντής, team manager και όλοι οι υπόλοιποι που είναι χρήσιμοι, όπως το ιατρικό team, οι βοηθοί προπονητή και θεωρώ πως οι άλλοι είναι περιττοί που υπάρχουν γύρω-γύρω, οι οποίοι είναι κοντά ή μακριά από την ομάδα, ανάλογα το αποτέλεσμα. Δεν λέω μόνο για τον Παναθηναϊκό, αλλά για όλες τις ελληνικές ομάδες.

Ποια είναι η γνώμη σας για τον Ρουί Βιτόρια;

Εγώ δεν τον γνώρισα από κοντά. Αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έφυγε ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, που ήταν, για μένα, ένα «κόσμημα» για τον Παναθηναϊκό και για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και ήρθε ο Τερίμ, που είχα δηλώσει τότε ότι ήταν ένας προπονητής που δεν έχει πια τίποτα να δώσει, γιατί όσες φορές έκανε απόπειρα να φύγει από την Τουρκία, απέτυχε. Όπως απέτυχε και εδώ. Μετά ήρθε ο Αλόνσο, ένας προπονητής χωρίς μεγάλες εμπειρίες. Ο Παναθηναϊκός είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο καράβι. Και στη συνέχεια ήρθε ο Βιτόρια, που φαίνεται ένας σοβαρός άνθρωπος. Αλλά νομίζω ότι ο Παναθηναϊκός πρέπει να καλυτερέψει σε όλα αυτά που ανέφερα προηγουμένως. 

Και πρέπει ο προπονητής, αν συνεχίσει ο Βιτόρια, να ξεκινάει την προετοιμασία με τους ποδοσφαιριστές που θα έχει στη χρονιά και όχι να κάνει μετεγγραφή μέχρι την τελευταία περίοδο και να εξαρτάται από τους μάνατζερ. Από τώρα, αν θέλει να κρατηθεί ο κ. Βιτόρια, πρέπει να έχουν μαζευτεί όλοι μαζί, να έχουν ομιλίες και να αναλύσει τι σκεπτικό έχει. Τι χρειάζεται να έχει η ομάδα, ποιοι πρέπει να φύγουν και ποιοι ποδοσφαιριστές πρέπει να έρθουν. Αλλά δεν πρέπει να του δώσουν την ελευθερία να φέρει αυτός ποδοσφαιριστές. Αν θέλει αριστερό μπακ, θα το προτείνουν ανάλογα με τις προδιαγραφές που θέλει να έχει. Θα τον προτείνουν τρεις ποδοσφαιριστές, για να τους δει και μετά να αποφασίσει, από αυτούς τους τρεις, ποιος πρέπει να αποκτηθεί. Αυτό να γίνει για όλες τις θέσεις, ωστόσο να είναι συνυπεύθυνος για τις μετεγγραφές. Αλλά όχι να του δώσουν την «ελευθέρα», γιατί το ελεύθερο να φέρνουν παίκτες οι προπονητές είναι κάτι που έχει «πληρώσει» ακριβά ο Παναθηναϊκός.

«Ο Θεσπρωτός, η "συνάντηση" με τον Μάκη Γκαγκάτση και η αυτοβιογραφία»

Τη δεδομένη στιγμή, οι ελληνικές ομάδες δεν δίνουν τόσο μεγάλη έμφαση στις ακαδημίες, με αποτέλεσμα σε κάποιους συλλόγους να παρατηρείται μειοψηφία των γηγενών από τους ξένους. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, συμβαίνει αυτό;

Πρώτα-πρώτα, πολύς κόσμος δεν το λέει, η μεγαλύτερη ζημιά στο ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν το 1997, όταν άρχισε να ισχύει ο νόμος Μπόσμαν. Η υπόθεση Μπόσμαν ήταν πολύ μεγάλο «χτύπημα» για την Ελλάδα, γιατί όλοι φέρναν τότε κοινοτικούς ποδοσφαιριστές, άσχετα αν ήταν καλοί ή χάλια. Χρέωναν τεράστια ποσά και βλέπουμε ότι πολλές ομάδες ακόμη υποφέρουν. Θα βγάλουμε τον Πανσερραϊκό, που ήρθε ένας κύριος και έκανε επένδυση αλλά εάν δεν ήταν ο κ. Γκαρσία, ο Πανσερραϊκός δεν θα ήταν εκεί που είναι. Επίσης, η Δόξα Δράμας εξαφανίστηκε, στην Παναχαϊκή βλέπουμε τα προβλήματα, η Λάρισα άρχισε να μην κάνει ακαδημία και να βγάζει παίκτες από τη Θεσσαλία, που η Θεσσαλία τότε ήταν ένα καλό «φυτώριο», ο Άρης «έσβησε» τις ακαδημίες. Ο Άρης είναι η μοναδική ομάδα της Ελλάδος, ίσως και της Ευρώπης, που παίζει μόνο με ξένους ποδοσφαιριστές.

Νομίζω πως ένα «κομμάτι» της ευθύνης το έχει η ομοσπονδία. Πρέπει να βάλει ένα «φρένο» σε αυτό, να υποχρεώνει τις ομάδες να βάζουν περισσότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Νομίζω ότι τώρα κάτι θα γίνει στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά «επαναπαύτηκαν» σε αυτό. Να κάνουν, μετεγγραφές, μετεγγραφές, μετεγγραφές. Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ, που συνέχιζαν, έχουν παίκτες. Ο ΠΑΟΚ είχε τον Κουλιεράκη, τον Τζόλη, τον Τζίμα και τώρα με τον Κωνσταντέλια, που βγήκαν από την ακαδημία και τώρα πωλιούνται με πολύ τεράστια ποσά. Το ίδιο ισχύει και για τον Ολυμπιακό, με τον Μουζακίτη, τον Κωστούλα, τον Παπακανέλλο και τα άλλα παιδιά. 

Ο Παναθηναϊκός έχει να βγάλει εδώ και πολλά χρόνια. Να φανταστείς, έλεγα για αστείο κάποια φορά, επειδή ήμουν στη Β' κατηγορία με τον Θεσπρωτό, ότι εμείς κρατηθήκαμε άνετα στη Β' κατηγορία και έπεσε ο Παναθηναϊκός Β', με όλες τις ανέσεις. Με συμβόλαια, με γήπεδα, με ιατρικό team και όμως δεν άντεξε και εξαφανίστηκε. Επίτηδες ήταν; Δεν το ξέρω. Αλλά αγωνιστικά την πρώτη χρονιά, αν υπήρχε αυτός ο νόμος που δεν πέφτουν οι Β' ομάδες, θα έπεφτε ο Παναθηναϊκός. Και έπεσε, θυμάμαι, ο Αστέρας Βλαχιώτη και εξαφανίστηκε. Εξαφανίστηκε τώρα και η ΑΕΚ Β', ο Ολυμπιακός έπεσε κατηγορία, όχι ποδοσφαιρικά αλλά λόγω των τιμωριών, διότι είχε φύγει από τον αγωνιστικό χώρο δύο φορές και είχε τιμωρηθεί με μείον δέκα βαθμούς. Λένε ότι τώρα ξαναφτιάχνεται η ομάδα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει ένα «φράγμα» και να παίζουν περισσότεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές. 

Ευτυχώς, μετά από 10 χρόνια, υπάρχει μία «φουρνιά» Ελλήνων ποδοσφαιριστών σε μικρές ηλικίες. Και δεν έχουν παίξει όλοι στην Ελλάδα, γιατί ο Καρέτσας δεν είναι γεννημένος εδώ, ο Παυλίδης το ίδιο και υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν μεγαλώσει εδώ. Σε κάποια στιγμή, όμως, αν δεν βγάλουμε ακαδημίες και δεν δώσουμε ευκαιρίες στους Έλληνες, μετά από 10 χρόνια δεν θα υπάρχει εθνική ομάδα. Θα υπάρχουν μόνο παίκτες που θα έχουν πάρει την Ελληνική υπηκοότητα.

Τώρα, είστε προπονητής στον Θεσπρωτό ο οποίος αγωνίζεται στη Γ' Εθνική. Τι εντυπώσεις σας άφησε η φετινή σεζόν;

Είμαι 6 χρόνια εδώ. Έκανα μία συμφωνία για 10 χρόνια. Φτάσαμε από τη Football League στη 2η κατηγορία και μετά πέσαμε. Τα δύο τελευταία χρόνια παίζουμε στην 3η κατηγορία. Το παλεύουμε. Εγώ είπα ότι μία ημέρα θα ήθελα ο κ. Γκαγκάτσης, που είναι ένας νέος άνθρωπος στον χώρο του ποδοσφαίρου και γνώριζα τον πατέρα του πολύ καλά, να με φωνάξει να μιλήσουμε για μία ώρα, γιατί μπορώ να πω τη γνώμη μου για τις κατηγορίες αυτές. Υπάρχουν γήπεδα που είναι ακατάλληλα, δεν μπορεί να παιχτεί αγώνας, υπάρχουν ομάδες που αλλοιώνουν το πρωτάθλημα. Στον όμιλό μας, πέρσι και φέτος, υπήρξαν δύο ομάδες που βγήκαν από το πρωτάθλημα πολύ νωρίς. Και μετά όλα αυτά αλλοιώνουν το πρωτάθλημα, γιατί παίρνουν οι άλλες ομάδες παίρνουν τους βαθμούς, χωρίς να παίξουν. Φέτος, αυτό έγινε με τον Αστέρα Πετριτή και τον Σβορώνο. Για αυτό, πρέπει να υπάρξουν κάποιες αλλαγές. Εγώ θέλω μία ημέρα να καθίσω με τον κ. Γκαγκάτση για να συζητήσουμε. Αν με ακούσει, καλώς. Αν δεν με ακούει, δεν πειράζει. Αλλά θέλω να πω τη γνώμη μου, γιατί ζω έξι χρόνια αυτές τις κατηγορίες και δεν έχω κανένα συμφέρον. Εγώ είμαι με το συμφέρον του ποδοσφαίρου, δεν έχω κανένα άλλο. Γι' αυτό λέω στον κ. Γκαγκάτση να με φωνάξει μία μέρα να μιλήσουμε. Για μισή ώρα; Ας μου δώσει μισή ώρα. Να μιλήσω, να τον πω κάποια πράγματα που ίσως τα ξέρει, αλλά πρέπει να πάρει αποφάσεις. Δεν γίνεται έτσι.

Ποιος ήταν ο αγαπημένος συμπαίκτης που είχατε καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας σας;

Κοίτα, στην Αργεντινή είχα τον τερματοφύλακα της πρωταθλήτριας το 1974 Νίουελς Όλντ Μπόις, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πριν από δύο ημέρες, τον Ουρουγουανό Αλμπέρτο Γκαράκο. Ήταν από τα παιδιά που αγαπιόμασταν. Μετά, εγώ κρατάω φιλία με τον Ρόμπλες, ένα παιδί που έπαιζα μαζί του στη Νίουελς και στη Μπόκα Τζούνιορς και βέβαια με τον Γρηγόρη Παπαβασιλείου, που κρατάμε και τη «συγγένεια». Και υπάρχουν πολλά παιδιά, που ακόμα βρισκόμαστε και νομίζω ότι το ποδόσφαιρο μού έδωσε την ευκαιρία να έχω συμπαίκτες που κρατάμε φιλίες. Να φανταστείς, κρατάω ακόμα φιλία και μιλάω μέσω social media με συμπαίκτη μου από την Κολομβία το 1979. Ήμουν τυχερός που, λόγω χαρακτήρα, έκανα παρέα με τα παιδία. Εγώ δεν τσακώθηκα ποτέ με συμπαίκτη μου, ποτέ στη ζωή μου!

Ποιος ήταν ο αγαπημένος προπονητής που είχατε καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας σας;

Για μένα, ο αγαπημένος μου προπονητής ήταν ο Χουάν Κάρλο Λορέντσο της Μπόκα Τζούνιορς.

Γιατί σάς έμεινε τόσο πολύ στη μνήμη σας;

Γιατί αυτός ήταν θετικός να έρθω στη Μπόκα Τζούνιορς το 1979. Εγώ δεν ήθελα, γιατί είχε μία ομάδα που ήταν πρωταθλήτρια κόσμου και Νότιας Αμερικής και πίστευα ότι δεν μπορούσα να παίξω εκεί. Εγώ του είπα ότι ήθελα να έρθω και να παίξω και αυτός, επειδή ήταν λογικός, όταν είδε ότι είχα τα φόντα για να παίξω στη Μπόκα Τζούνιορς, με έβαλε να παίξω σαν αρχηγός της ομάδος. Γι' αυτό λέω ότι ο Χουάν Κάρλο Λορέντσο είναι ο πρώτος, ο καλύτερος γιατί δεν ήταν εγωιστής. Ήταν ένας προπονητής που ήξερε τι ήθελε και μου έδωσε την ευκαιρία να είμαι αρχηγός στην αγαπημένη μου ομάδα.

Τι σημαίνει Παναθηναϊκός για εσάς;

Το σπίτι μου, γιατί ανέφερα προηγουμένως ότι δεν έπρεπε να είχα φύγει από τον Παναθηναϊκό. Είχα περάσει από διάφορα πόστα, από παίκτης, προπονητής, σκάουτερ, έχω γράψει με την Άννα Βίσση και τον Νίκο Καρβέλα τραγούδι για τον Παναθηναϊκό, έχω προπονήσει τις μικρές ομάδες, τη δεύτερη. Δηλαδή, ήμουν σε πολλές θέσεις και νομίζω πως δεν ήμουν και θα είμαι ενοχλητικός για κανέναν στον Παναθηναϊκό. Εγώ μιλάω ποδοσφαιρικά και θέλω το καλό του Παναθηναϊκού. Από εκεί και πέρα, δεν ήμουν ποτέ σε ίντριγκες, σε «κλίκες» και σε περίεργα πράγματα. Αν αυτό ενοχλούσε, είναι άλλη ιστορία. Αλλά εγώ πιστεύω ότι δεν έπρεπε να είχα φύγει από τον Παναθηναϊκό, ρε παιδί μου. Ταυτίζομαι με τον Παναθηναϊκό. Φαντάσου, εγώ είμαι φανατικός φίλος της Μπόκα Τζούνιορς, αλλά έπαιξα μόνο 11 μήνες εκεί. Στον Παναθηναϊκό ήμουν μια ζωή, 30 χρόνια. Είναι πολλά χρόνια και δεν έπρεπε να είχα φύγει ποτέ. Και όμως έφυγα με τον τρόπο που έφυγα, που μου ζήτησαν την παραίτησή μου και πιστεύω πως δεν ήταν καλό αυτό που έγινε. Με μείωσαν πολύ σαν άνθρωπο. Τ

Τέλος πάντων έγινε, αλλά ξέρεις τι; Δεν μπορείς να γνωρίζεις τι μπορεί να συμβεί αύριο στη ζωή σου. Γιατί  έφυγα από τον Παναθηναϊκό το 1975 επειδή δεν με πλήρωσαν κι είπα στον Γιάννη Ζαβραδινό «δεν θα γυρίσω ούτε δεμένος εδώ». Γύρισα το 1979 και είμαι 45 χρόνια στην Ελλάδα. Δεν μπορείς να ξέρεις τι θα συμβεί αύριο στον Παναθηναϊκό, αλλά έχω την εντύπωση ότι επειδή με κάλεσε η διοίκηση δύο φορές, τη μία για να μου δώσουν τη φανέλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και μετά με κάλεσαν να δώσω τη φανέλα με τις 200 φανέλες του Ζέκα. Είχαν την ευγένεια να με καλέσουν γι' αυτά, τους ευχαριστώ πολύ. Δεν ξέρω όμως τι μπορεί να συμβεί, αλλά δεν έπρεπε να είχα φύγει ποτέ. Πιστεύω ότι εκπροσωπώ την ιδέα του Παναθηναϊκού με τον καλύτερο τρόπο. Και δεν «κλαίω» τώρα για να γυρίσω στον Παναθηναϊκό, μπορεί και να μη συμβεί ποτέ. Αυτό το σκέπτομαι με δυνατή φωνή, μου βγάζει σε σένα να σκέπτομαι δυνατά.

Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο που θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο;

Να διαβάσει το βιβλίο μου, που βγαίνει σε 2 μήνες.

Σοβαρά; Γράφετε αυτοβιογραφία;

Ναι, ναι! Θα βγάλω το βιβλίο μου και εκεί τα λέω λεπτομερώς, το πως πρέπει ένα παιδί να το παλέψει, γιατί δεν ξέρει τι θα γίνει την άλλη μέρα. Εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ, ένα παιδί σε ένα χωριό χαμένο στην Αργεντινή, που δεν περνούσε ούτε αυτοκίνητο επειδή ήταν χωματόδρομος, να φτάσω σε σημείο σε δύο χρόνια να παίξω στην εθνική Αργεντινής. Γι΄ αυτό, το μόνο που λέω είναι ότι η νεολαία έχει αλλάξει πάρα πολύ. Πρέπει να το θέλουν, να έχουν το παιχνίδι σαν να είναι το μεγαλύτερο χόμπι και να το κάνει επάγγελμα. Τώρα είναι πολύ εύκολο να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και να κερδίσεις πολλά χρήματα. Γιατί η μετριότητα τώρα είναι πολύ περισσότερη από το παρελθόν, μόνο ότι τώρα πετυχαίνουν όσοι είναι αθλητές. Για να είσαι αθλητής, πρέπει να προσέχεις πολλά πράγματα. Τα μέσα που υπάρχουν για να πετύχεις είναι ΠΑΡΑ πολλά. Καλά γήπεδα, τρομερές συνθήκες, όλα αυτά που δεν τα είχαμε εμείς. Οι παροχές τέλειες, αλλά τα παιδιά επηρεάζονται πολύ από το ίντερνετ. Δεν θέλουν και πάρα πολύ. 

Εάν υπάρχουν παιδιά με πάθος γι' αυτό, θα πετύχουν. Φαντάζομαι ότι αυτά τα παιδία, ο Κωνσταντέλιας και όλα αυτά τα νέα παιδιά, είχαν αυτό το πάθος, την υπομονή και φτάσανε μέχρι εκεί. Και μία συμβουλή: Οι γονείς να αφήσουν τα παιδία να είναι ευχαριστημένα. Να μη νομίζουν ότι έχουν έναν Κωνσταντέλια ή έναν Μουζακίτη στο σπίτι τους, για να μη λέμε Μέσι επειδή λένε πολλοί Μέσι ή Ρονάλντο. Αφήστε τα να πάνε, να «φάνε» τα μούτρα τους, να σηκωθούν και να ξανά πάνε κλπ. Αν όμως επεμβαίνουν οι γονείς, 99,9% είναι αποτυχημένο το παιδί. Αυτό το υπογράφω εγώ, Χουάν Ραμόν Ρότσα, που έχω περάσει από αυτό. 

Ποιος θα είναι ο τίτλος του βιβλίου;

Τον «παλεύουμε» τώρα. Επειδή σκέπτομαι το εξώφυλλο να έχει φωτογραφίες από τότε που είμαι 5 ετών, μετά που μεγαλώνω, μέχρι και σήμερα που είμαι χωρίς μαλλιά και 71 χρονών. Κάπως έτσι το έχω φανταστεί. Στον τίτλο δεν ξέρω τι να βάλω, γιατί πρέπει να βρω κάτι μικρό. Ίσως θα βάλω τον κόσμο να πει τι όνομα θέλει να βγάλει το βιβλίο μου. Ρότσα μόνο, Πολεμιστής, «ξεροκέφαλος». Αυτό που θέλει ο κόσμος να είναι ο τίτλος, που πιστεύω όταν θα διαβάζει, θα δει πολλά πράγματα. Δεν θα μιλήσουμε πολύ για ποδόσφαιρο, θα έχουμε εμπειρίες ζωής και θα είναι ένα βιβλίο που γράφω εγώ με τη βοήθεια ενός συγγραφέα στην Ηγουμενίτσα, του Σωτήρη Δημητρίου. 

Προσπαθώ να το γράψω, όσο γίνεται, πιο απλά και πιο κατανοητά και να περάσουμε μηνύματα προς τη νεολαία. Γιατί, εδώ στην Ηγουμενίτσα, πηγαίνω σε δημοτικά σχολεία και δίνω ομιλίες, γιατί πάνω απ' όλα υπάρχει σεβασμός και η αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια είναι αυτό που δεν πρέπει να «ακουμπήσουν» σε κανένα παιδί. Η αξιοπρέπεια είναι πάνω απ' όλα και αν υπάρχει, δεν υπάρχει ούτε bulling στα σχολεία, ούτε τίποτα. Και να υπάρχει σεβασμός προς τους δασκάλους και τους μεγάλους, αυτό δηλαδή που θα περάσω και στο βιβλίο. 

Ήμουν τυχερός που μεγάλωσα με ανθρώπους στο χωριό μου, τους καθηγητές, τους δασκάλους, την οικογένεια, τη γειτονιά και όλο το χωριό, οι οποίοι είχαν σεβασμό και αυτό είναι που «κουβαλάω» και δεν έχω μετανιώσει, με όλα τα σφάλματα που έχω κάνει, αλλά σφάλματα χωρίς δόλο. Και γι' αυτό είμαι περήφανος, διότι πηγαίνω το βράδυ στο σπίτι και όταν πάω για ύπνο, πέφτω και κοιμάμαι χωρίς να έχω τύψεις. Δεν έχω να μετανιώσω για τίποτα. Τα λάθη που έχω κάνει, ήταν επειδή το ήθελα και πολλές φορές ήταν εν γνώσει μου. Δηλαδή πήγαινα κόντρα σε κάποια πράγματα που ήθελα να τα χάσω, αλλά δεν μπορώ να πάω κόντρα σε αυτά που πιστεύω. Είμαι ρομαντικός; Είμαι ρομαντικός. Είμαι μ@λ@κ@ς; Είμαι μ@λ@κ@ς. Προτιμώ να με λένε ρομαντικό και μ@λ@κ@, παρά να λένε πονηρό και τυχοδιώκτη. 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Ad Code

Responsive Advertisement